Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΑΛΛΟΥΒΡΕΧΙΤΕΣ, Παναγιώτης Κ.

   Στις δεκαοχτώ Φεβρουαρίου του 2015, στις 08.00 ο Χ. έπινε τον κρύο καφέ του στο σταθμό Λαρίσης περιμένοντας το τραίνο για τη Χαλκίδα. Στις 08.18 ξεκίνησε το ταξίδι. Σκοπός της μετακίνησης ήταν η συνάντηση με το φίλο του τον Θανάση. Είχαν γνωριστεί πριν είκοσι χρόνια ως δεκαεννιάχρονοι τότε προσαχθέντες στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ, μετά από μια νύχτα επεισοδίων. Έκτοτε, υπήρξαν αχώριστοι. Μέχρι το 2009, οπότε εγκατέλειψαν και οι δύο την Αθήνα. Ο Χ. έφυγε για τη Μυτιλήνη, ο Θανάσης για την Εύβοια.  Σήμερα, θα συναντιούνταν έπειτα από πολύ καιρό. Ευτυχής για τη μέρα που ξεκινούσε, ο Χ. πήρε τον υπνάκο του ακουμπώντας το κεφάλι του στο παράθυρο του τραίνου.
   Στις έξι το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο Θανάσης και ο Χ. έπιναν το τρίτο καραφάκι ούζο. Είχαν κάτσει να τα πούνε στο ουζερί που διατηρούσαν δύο γείτονες του Θανάση, ο Σπύρος και ο Παναγιώτης. Το κλίμα μεταξύ των δύο φίλων που είχαν καιρό να ανταμώσουν, ήταν αναμενόμενα εγκάρδιο και – ως είθισται σ’ αυτές τις περιπτώσεις– γεμάτο αναφορές στο παρελθόν.
-Κοίτα ρε φίλε που γίναμε νησιώτες και χαθήκαμε.

-Παπάρια νησιώτες είστε εδώ Θανασάρα. Προάστιο της Αθήνας γίνατε. Νησί με τραίνο!
   Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και γέλασαν.
-Πώς τα πας στο Βόρειο Αιγαίο;
-Ήσυχα ρε φίλε. Ήσυχα. Δουλειά, μπαξεδάκι, βόλτες και θάλασσα. Κυρίως αυτό ρε μάστορα. Η θάλασσα. Και το φως του νησιού. Απίστευτο το φως της Λέσβου. Αυτό το νησί, αν το καταλάβεις, δεν μπορείς να το αφήσεις. Ξέρω γω, τί να σου πω. Να, όταν έχω τις μαύρες μου ξέρω ότι θα κάνω μια συγκεκριμένη διαδρομή θα, καταλήξω μέσα στο νερό και θα ηρεμήσω. Σκέφτομαι σοβαρά να γίνω ψάρι.
-Να σου πω ρε φίλε. Αυτά τα μεταφυσικά σου βγαίνουν λόγω Μυτιλήνης ή επειδή σαρανταρίζεις και τα παίζεις σιγά σιγά;
   Τα δυνατά γέλια των δύο τράβηξαν την προσοχή του Σπύρου, ο οποίος τους κέρασε το τέταρτο καραφάκι.
-Δεν ξέρω ρε μάστορα. Μπορεί να είναι  ο συνδυασμός των δύο. Ξεκινάω, ας πούμε, ένα πρωί να πάω για το μπάνιο μου. Θυμάσαι τότε που ήρθες και σου έδειξα το Απελί; Των χειμερινών που λέγαμε; Α μπράβο. Εκεί καταλήγω συνήθως. Ή παρακάτω, στα Μπλόκια κάτω από το άγαλμα. Η διαδρομή  είναι αυτή που είχαμε κάνει μαζί. Ναι, στο κάστρο. Γαλατούσα, τα παλιά μπουρδέλα, ο καλαμιώνας, η Φυκιότρυπα που παλιά λεγόταν Φωκιότρυπα γιατί μάζευε φώκιες. Ειλικρινά στο λέω, τις περισσότερες φορές που περπατάω εκεί όλο και κάτι φοβερό θα γίνει για να μου φτιάξει το κέφι ή να μου κινήσει την περιέργεια. Πώς να στο πω αλλιώς. Το νησί ρε φίλε σε ζωντανεύει αν θελήσεις. Σε κρατάει σε εγρήγορση. Έχει τόσα πολλά ερεθίσματα. Σε αναγκάζει να ανοίξεις αυτιά, μάτια και ρουθούνια διάπλατα.
-Θυμάσαι εκείνο το βιβλίο που διαβάζαμε τότε; Ρώτησε ο Θανάσης.
-Λες το «δύο από δύο» ε; Συνέχεια το σκέφτομαι.
-Μας στοίχειωσε αυτός ο Ντι Κάρλο. Από τότε έλεγες για τη Μυτιλήνη.
   Η αναφορά στο βιβλίο τους έκανε να σωπάσουν. Κοιτούσαν και οι δύο τα «τρελά νερά» στον πορθμό του Ευρίπου, μεθυσμένοι και χαρούμενοι. Ήσυχοι. Ευχαριστημένοι για ό,τι είχαν πράξει μέχρι τώρα στη ζωή τους. Τη σιωπή έσπασε ο Χ.
-Το ξέρεις πως εκεί που βρίσκεται η Ερμού, στη Μυτιλήνη, κυλούσε κάποτε  κάποιος άλλος Εύριπος;
-Το ξέρεις ότι η Χαλκίδα είχε κάστρο που γκρεμίστηκε για να μη θυμίζει το παρελθόν;
-Τις προάλλες στη βόλτα μου, πέτυχα μια παρέα που βόλταρε στο κάστρο. Ήταν στημένη μπροστά από ένα γερμένο πύργο, ένα γίγαντα που λύγισε. Μα το θεό ρε μάστορα ανάμεσά τους υπήρχε ένας τύπος ολόιδιος  με σένα. Φτυστός!
-Ο άνθρωπος αντίγραφο;
-Σαραμάγκου;
   Ο Θανάσης και ο Χ. αγκαλιάστηκαν και γέλασαν με την ψυχή τους.
-Τι να σου πω ρε Θανασάρα. Μπορεί να περπατάς εκεί, και απ’ το πουθενά να εμφανιστεί μια μορφή βγαλμένη από πίνακα του Μοντιλιάνι που ρεμβάζει τη θάλασσα καθισμένη ανάμεσα σε μαργαρίτες, βράχια και αδέσποτα σκυλιά και να πεις «δεν μπορεί να γίνονται όλα εδώ»!
-Ώπα! Έχουμε θεματάκι ψηλέ; Παναγιωτάκη πιάσε ένα ούζο!
-Τελευταίο. Μετά θα πάμε απέναντι, στο λόφο του Καράμπαμπα, στον τάφο του Σκαρίμπα για να μιλήσουμε για τους Αλλουβρεχίτες της ιστορίας. Είσαι;
-Είμαι!
   Στις τρεις Μαρτίου του 2015, το μεσημεράκι, ο Χ. περπατούσε ξυπόλητος στα Μπλόκια, κάτω από το άγαλμα, μονολογώντας: «εδώ υπάρχει η πόρτα για μια τίμια έξοδο». Ευχαριστημένος με αυτή του τη διαπίστωση, χαμογέλασε  και βούτηξε στα κρύα νερά του Αιγαίου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου