Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ, Γιάννης Μ.


Μυτιλήνη, 428 π.Χ.

   Ήταν στο τέλος του μήνα Πυανεψιώνα του τέταρτου έτους του Πολέμου, τη χρονιά της ογδοηκοστής όγδοης Ολυμπιάδας. Όλο το βράδυ έβρεχε καταρρακτωδώς. Το πρώτο φως της μέρας όμως, έφερε έναν γλυκό ήλιο να στεγνώσει το βρεμένο χώμα. Ο Πολεμίδης ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του και έμεινε λίγο εκεί, αναλογιζόμενος τα γεγονότα της χθεσινής ημέρας. Η Μυτιλήνη είχε ανακοινώσει την αποστασία της από την Αθηναϊκή Συμμαχία – και ο ίδιος ήταν από τα λίγα άτομα που γνώριζαν τον πραγματικό λόγο πίσω από αυτή την κίνηση. Σηκώθηκε, τέντωσε το πιασμένο από την ακινησία του ύπνου σώμα του, πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε έξω. Χαμογέλασε στη θέα του ήλιου και της θάλασσας. Μπορεί να ήταν Αθηναίος στην καταγωγή αλλά είχε περάσει τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του στην Μυτιλήνη – επίτιμος απεσταλμένος της πόλης του – και την είχε αγαπήσει. 

   Το δωμάτιο που του είχαν δώσει βρισκόταν στην βόρεια πλευρά του κάστρου. Μπορεί το χειμώνα να ήταν πιο κρύο, αλλά ποτέ δεν παραπονέθηκε, η θέα τον ηρεμούσε. Τη χρειαζόταν τη γαλήνη που του έδινε η θέα. Δεν είναι εύκολο να είσαι αντιπρόσωπος μίας πόλης όπως η Αθήνα σε καιρούς πολέμου. Τα πολιτικά παιχνίδια ήταν αμέτρητα και έπρεπε να είναι γνώστης όλων. Καμιά φορά αναπολούσε τα χρόνια που ήταν στο πεδίο της μάχης, θυμόταν τις Θρακικές πεδιάδες με ένα στιφό χαμόγελο στα χείλη – του είχαν στοιχίσει ένα μάτι και τον καταδίκασαν στη θέση του επίτιμου διπλωμάτη – η αναπηρία άλλωστε ευνοούσε τη θέση αυτή, λίγοι ανταποδίδουν το έντονο βλέμμα του. Πλύθηκε, φόρεσε έναν απλό βυσσινί χιτώνα, πήρε μία χούφτα ξερά σύκα και βγήκε από το δωμάτιο.  
   Το κάστρο σήμερα βρισκόταν σε μία ασυνήθιστη εγρήγορση. Κήρυκες έτρεχαν αλαφιασμένοι. Δύο φορές πήγαν να τον ρίξουν κάτω ζητώντας μία βιαστική συγνώμη. Με αργό βήμα, μασουλώντας τα σύκα του, βγήκε στην κεντρική αυλή του κάστρου.
-Υγίαινε Πολεμίδη.
-Υγίαινε άρχοντα, απάντησε εκείνος και πλησίασε.
   Ο Άρχοντας Διότιμος ήταν ένας άνδρας που είχε περάσει την ηλικία της ακμής του πλέον, με λευκά γένια, αραιά μαλλιά και ένα ευτραφή σώμα αντάξιο του αξιώματος του. Το βλέμμα του όμως δεν ξεγελούσε τον συνομιλητή του. Ήταν ένας πονηρός άνδρας. Καθόταν στο ανάκλιντρο ακριβώς απέναντι από την είσοδο. Ο Πολεμίδης τον πλησίασε διασχίζοντας το πλήθος και στάθηκε μπροστά του. Ο Διότιμος έκανε να του προσφέρει έναν κότυλο με κρασί μα ο Πολεμίδης αρνήθηκε ευγενικά.
-Είναι νωρίς Άρχοντα για κρασί, και ιδίως για μία μέρα σαν τη σημερινή που η διαύγεια του νου είναι τόσο απαραίτητη.
-Το έστειλες το μήνυμα στην πόλη σου Πολεμίδη, ρώτησε κοφτά ο Διότιμος.
-Έδρασα όπως επιβάλει η θέση μου Άρχοντα, αποκρίθηκε.
   Μερικές στιγμές σιωπής ακολούθησαν. Ο Διότιμος χάιδευε νευρικά τα γένια του, όσο ο Πολεμίδης παρατηρούσε με μεγάλο ενδιαφέρον ένα μυρμήγκι που κουβαλούσε ένα κομμάτι ψίχουλου. Και οι δύο άντρες γνώριζαν πως ήταν πιόνια ενός παιχνιδιού μεγαλύτερου από τους ίδιους.
-Πολύ καλά λοιπόν, ας περιμένουμε την απάντηση της Πνύκας, αποκρίθηκε και την πρότασή του έπνιξε μία κρίση βήχα.
Ο Πολεμίδης βγήκε και προχώρησε προς την πόλη. Έπρεπε να συναντηθεί με πρόσωπα, έπρεπε να προειδοποιήσει άτομα. Υπήρχαν αρκετοί Αθηναίοι που ζούσαν στο νησί λόγω του εμπορίου – η κατάσταση δεν ήταν πλέον ασφαλής για αυτούς. Σταμάτησε έξω από τους στρατώνες. Ο καρδιακός του φίλος και εκπαιδευτής του πεζικού, Φορμίωνας -σαν να τον περίμενε- είχε ήδη γεμίσει δύο κότυλους κρασί στον ξύλινο πάγκο που καθόταν.
-Τι νέα από τους πληροφοριοδότες σου στην πόλη, τον ρώτησε.
   Το σαμιώτικο κρασί που του σέρβιρε ήταν θαύμα. Πως τα κατάφερνε και έβρισκε κρασί τέτοιας ποιότητας σε τέτοιους καιρούς;
-Έχω δύο νέα για σένα, ένα καλό κι ένα κακό, ποιο προτιμάς να ακούσεις πρώτο;
-Ας ακούσω το καλό πρώτα, είπε, με τον νου ακόμη στο γλυκό κρασί.
-Οι κάτοικοι της Μυτιλήνης φοβούνται. Φοβούνται τί μέτρα θα λάβουν οι Αθηναίοι απέναντι σε μία τέτοια ύβρη προς το πρόσωπό τους. Η προοπτική του αποκλεισμού του νησιού φαντάζει πολύ πιθανή. Έχω στείλει ανθρώπους μας να διαδώσουν στην πόλη πως ένας τέτοιος κίνδυνος φαντάζει πολύ πιθανός και πως υπάρχει ακόμη καιρός να αλλάξουν την απόφαση της αποστασίας τους, να μη συμβουλεύονται τους ολιγαρχικούς πλούσιους, οι οποίοι έχουν ήδη ξεκινήσει να κρύβουν τρόφιμα για τους εαυτούς τους. Πολλοί έχουν αρχίσει και τάσσονται με το μέρος μας.
-Το κακό νέο ποιο είναι;
-Οι Σπαρτιάτες. Δεν μείναν με σταυρωμένα χέρια. Σήμερα το πρωί, αχάραγα, στη νότια αποβάθρα, άνθρωπός μου είδε να βγαίνει από μικρό καράβι μία μορφή τυλιγμένη σε μανδύα. Ο άνθρωπός μου πλησίασε, δεν γινόταν να κάνει λάθος, ήταν ο Κλέωνας. Ο ρόλος του θα είναι να πείσει τους δύσπιστους Μυτιληνιούς να παραμείνουν εναντίων μας.
   Ο Πολεμίδης κοιτούσε μπροστά αφηρημένος στις σκέψεις του. Το δεύτερο νέο ήταν αρκετά επικίνδυνο για εκείνους. Με τον άρχοντα Διότιμο να διάκειται ξεκάθαρα με τους Σπαρτιάτες και τον Κλέωνα στο νησί, η θέση οποιοδήποτε Αθηναίου πολίτη ήταν επισφαλής – πόσο μάλλον η δική του και του Φορμίωνα.
-Η Απέλλα δεν χάνει τον χρόνο της, είπε. Ας ελπίσουμε η Πνύκα να δράσει εξίσου άμεσα, και σηκώθηκε από το τραπέζι.
-Σε ευχαριστώ για το γλυκό κρασί και το πικρό μαντάτο σου Φορμίωνα, να προσέχεις. Θα περάσω σύντομα, αν έχεις κάποιο άλλο νέο άσε μήνυμα στο γνωστό σημείο, δεν μπορούμε να ρισκάρουμε να με δουν με κάποιον από τους αγγελιοφόρους σου.
Έστρωσε τον χιτώνα του και βγήκε από τους στρατώνες στην κίνηση του δρόμου. Η καθημερινότητα της πόλης συνεχιζόταν αδιατάραχτη, φαινομενικά. Η μυρωδιά του νωπού χώματος αναδυόταν από τα στενά δρομάκια. Ανατρίχιασε ξαφνικά. Η υγρασία σκέφτηκε, έσφιξε τον χιτώνα πάνω του και χάθηκε στο πλήθος.




                                                                                                                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου