Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΗΤΑΝ ΝΗΣΙ, συλλογή διηγημάτων

   Ο μόνος τρόπος για να χτίσεις προσωπικό λογοτεχνικό ύφος είναι να συνειδητοποιήσεις τη θέση σου απέναντι ή μέσα σε μια κοινότητα. Το Φθινόπωρο του 2016 δημιουργήσαμε το Εργαστήρι Λογοτεχνίας στο Μπίνειο. Τους μήνες που ακολούθησαν, ξεκινήσαμε να ασκούμαστε στη παραγωγή λογοτεχνικών κειμένων μέσα από τεχνικές δημιουργικής γραφής και εμπιστευτήκαμε τα λογοτεχνικά μας κείμενα στην κρίση της ομάδας. Σήμερα, συναντιόμαστε στο Μπίνειο κάθε δεύτερηΤετάρτη και σε συνεργασία με την Λέσχη Ανάγνωσης και Βιβλίου, έχουμε δημιουργήσει μια ενεργή κοινότητα η οποία μέσα από την ανάγνωση και τη γραφή, εξασκείται στην συγγραφή και συνδιαλλέγεται ενεργά μετην λογοτεχνική παραγωγή.
  Το Εργαστήριο Λογοτεχνίας στο Μπίνειο είναι ανοιχτό και χωρίς καταβολή αντιτίμου για όποια/ον επιθυμεί να συμμετέχει στις συναντήσεις μας.
   Η συλλογή διηγημάτων «Το Κάστρο Ήταν Νησί» είναι το πρώτο συλλογικό μας εγχείρημα και αποτυπώνει την απόφασή μας να γράψουμε έχοντας ως σημείο αναφοράςτο κάστρο της Μυτιλήνης.    Διανέμεται με ελεύθερη οικονομική συνεισφορά. Τα σχέδια που συνοδεύουν την έκδοση δημιούργησε ο Αλέξανδρος Κ.
 Μυτιλήνη, Μάρτιος 2018

Το Κάστρο ήταν Νησί

ΠΕΡΠΑΤΑ, ΠΕΡΠΑΤΑ, ΠΕΡΠΑΤΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΣΟΥ. ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ.*, Αλέξανδρος Κ.



Μια ηλιόλουστη Κυριακή του Απριλίου, ο Ιάκωβος βάδιζε στην παραλία της Επάνω Σκάλας με τα καινούρια δερμάτινα παπούτσια του. Πέρασε το παλιό καρνάγιο, προχώρησε στον χωματόδρομο του κάστρου, σκόνταψε σε μια μικρή πέτρα, διόρθωσε το βήμα του και συνέχισε την πορεία του, λίγο πιο ευθυτενής από πριν.
Ησυχία. Το μεσημέρι νιώθεις ότι ο χρόνος σταματάει. Καλή ιδέα να έρθεις εδώ τέτοια ώρα …

Κοντοστάθηκε, τέντωσε τον λαιμό του προς τον ουρανό, διώχνοντας ένα ανύπαρκτο πιάσιμο και έσμιξε τα φρύδια του για να αντιμετωπίσει τον ήλιο. Ήταν ένα ζεστό, ανοιξιάτικο μεσημέρι και το φως έπεφτε κάθετα πάνω στις πέτρες, σβήνοντας σχεδόν την τραχιά τους επιφάνεια και γράφοντας έντονες μαύρες σκιές στη βάση τους.
Πέτρινα γλυπτά. Τείχη, βράχοι, ξερολιθιές… Διάλογος με τα πνεύματα της πέτρας… Κάπως έτσι δε λεγόταν εκείνο το βιβλίο;

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΗΤΑΝ ΝΗΣΙ, Νατάσα Π.


Στέλλα
   Έμεναν κάτι τρελές δίπλα μας στην Αθήνα. Αυτές φορούσαν καπέλα. Η μάνα στο ψυχιατρείο,  βγήκε όμως, ήρθε και έμεινε σπίτι. Δυο αγόρια, δυο κορίτσια, ο πατέρας στρατιωτικός, όλοι σ’ ένα δυάρι. Σπιρτόκουτο. Τσιρίδες και ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα. Έβγαιναν το πρωί οι τρεις γυναίκες, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, φορώντας καπέλα. Γι’ αυτό δεν τα συμπάθησα ποτέ. Φυσούσε εκείνη την ημέρα στο κάστρο. Το καπέλο ήρθε και κόλλησε πάνω του σαν σφαλιάρα. Έκανε μια-δυο με τα χέρια του να το πιάσει τρομαγμένος, ενώ η ένταση του ανέμου το κρατούσε πάνω του σαν ηλεκτρισμένο. Θα σκέφτηκε ότι αν κάποιος από μακριά είχε δει ένα ιπτάμενο αντικείμενο να προσγειώνεται πάνω στο σβέρκο του θα γελούσε και σίγουρα ντράπηκε που αυτό το ανόητο σκηνικό είχε τύχει σε εκείνον. Όλα έτσι τα εξέταζε στη ζωή. Ντρεπόταν και που ανέπνεε. Μήπως βρωμούσαν τα στομαχικά του υγρά, μήπως έπαιρνε τον αέρα κάποιου άλλου. Πάντως και η αναπνοή τον δυσκόλευε, αυτό ήταν σίγουρο και τώρα καθόταν εκεί κρατώντας ένα ξένο καπέλο.

ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ, Γιάννης Μ.


Μυτιλήνη, 428 π.Χ.

   Ήταν στο τέλος του μήνα Πυανεψιώνα του τέταρτου έτους του Πολέμου, τη χρονιά της ογδοηκοστής όγδοης Ολυμπιάδας. Όλο το βράδυ έβρεχε καταρρακτωδώς. Το πρώτο φως της μέρας όμως, έφερε έναν γλυκό ήλιο να στεγνώσει το βρεμένο χώμα. Ο Πολεμίδης ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του και έμεινε λίγο εκεί, αναλογιζόμενος τα γεγονότα της χθεσινής ημέρας. Η Μυτιλήνη είχε ανακοινώσει την αποστασία της από την Αθηναϊκή Συμμαχία – και ο ίδιος ήταν από τα λίγα άτομα που γνώριζαν τον πραγματικό λόγο πίσω από αυτή την κίνηση. Σηκώθηκε, τέντωσε το πιασμένο από την ακινησία του ύπνου σώμα του, πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε έξω. Χαμογέλασε στη θέα του ήλιου και της θάλασσας. Μπορεί να ήταν Αθηναίος στην καταγωγή αλλά είχε περάσει τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του στην Μυτιλήνη – επίτιμος απεσταλμένος της πόλης του – και την είχε αγαπήσει. 

ΑΠΟΨΗ ΚΑΣΤΡΟΥ, 2018 μ.Χ, Χρήστος Μ.

στη Μαρουσώ Α.

   Η βορεινή πλευρά του κάστρου είχε ήδη καταρρεύσει από την παιδική μου ηλικία. Μέσα στα χρόνια, σήκωσα στη θέση των τειχών μία κατασκευή από ξύλα, πέτρες και λάσπη. Όταν μένω σιωπηλός στην κουζίνα ή όταν σκύβω επάνω από τα βιβλία, νιώθω τον αέρα να περνά μέσα από τις ρωγμές και να μου παγώνει την πλάτη.

ΕΓΩ ΚΑΙ ΑΥΤΗ, Χριστίνα Κ.



   Είναι αυτό. Έγινα φωτογράφος γιατί δεν τα πήγαινα καλά με τις λέξεις και έμοιαζα ουδέτερος χωρίς αυτές. Στους άλλους. Όχι ότι κυνηγάω το κλικ το μεγάλο, το πανανθρώπινο, μ’ αρέσουν μικρά πράγματα που συνήθως το μάτι τα προσπερνά στη ρουτίνα του.
   Και κείνη τη μέρα, κάτι τέτοιο έκανα στο κάστρο. Λιακάδα, απογευματάκι, που έχει το καλό το φως και το μνημείο – σύμβολο της πόλης που δεν πατάει κανείς πια, εκτός και αν είναι σε εκπαιδευτική εκδρομή ή έχει έρθει για διακοπές, κάποιος βαρετός συγγενής που τον στέλνεις εκεί για να τον ξεφορτωθείς για μερικές ώρες.

Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΡΕΤΣΙΝΙ, Δήμητρα Γ.



   Απόψε με τη νύχτα θα πας να παραδοθείς. Θα πιάσεις το μπουραντά και θα του τα ‘μολογήσεις όλα, τίποτε δε θα κρύψεις. Έτσι γίνονται οι σωστές δουλειές, τη νύχτα. Κι ας σε περάσουνε από σκοινί ένα πρωί με την αυγή. Χαλάλι.
   Εσύ νύχτα έζησες τη ζωή σου ολάκερη. Νύχτα σ’ έβγανε η βάρκα στην Απάνω Σκάλα απ’ το Τσανάκαλε, μωρό-παιδί. Νύχτα βγήκες στο παραγάδι με του μπαρμπα-Θόδωρα το καΐκι. Κι αργότερα, νύχτα τράβηξες για το κοντραμπάντο με τους Τούρκους.
   Μια νύχτα καλοκαιρινή ήτανε και τότε που πρωτόδες το παιδί. Σου πούλησε σπίρτα και σου άναψε φωτιά. Τον επήρες τρία χρόνια προστασία. Κι ό,τι έβγαινε απ’ τα νταλαβέρια μες σε πανέρι του τα πήγαινες, στην μπαραγκούλα του κάτω απ’ το κάστρο. Ήνταν ορφανό.

ΑΛΛΟΥΒΡΕΧΙΤΕΣ, Παναγιώτης Κ.

   Στις δεκαοχτώ Φεβρουαρίου του 2015, στις 08.00 ο Χ. έπινε τον κρύο καφέ του στο σταθμό Λαρίσης περιμένοντας το τραίνο για τη Χαλκίδα. Στις 08.18 ξεκίνησε το ταξίδι. Σκοπός της μετακίνησης ήταν η συνάντηση με το φίλο του τον Θανάση. Είχαν γνωριστεί πριν είκοσι χρόνια ως δεκαεννιάχρονοι τότε προσαχθέντες στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ, μετά από μια νύχτα επεισοδίων. Έκτοτε, υπήρξαν αχώριστοι. Μέχρι το 2009, οπότε εγκατέλειψαν και οι δύο την Αθήνα. Ο Χ. έφυγε για τη Μυτιλήνη, ο Θανάσης για την Εύβοια.  Σήμερα, θα συναντιούνταν έπειτα από πολύ καιρό. Ευτυχής για τη μέρα που ξεκινούσε, ο Χ. πήρε τον υπνάκο του ακουμπώντας το κεφάλι του στο παράθυρο του τραίνου.
   Στις έξι το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο Θανάσης και ο Χ. έπιναν το τρίτο καραφάκι ούζο. Είχαν κάτσει να τα πούνε στο ουζερί που διατηρούσαν δύο γείτονες του Θανάση, ο Σπύρος και ο Παναγιώτης. Το κλίμα μεταξύ των δύο φίλων που είχαν καιρό να ανταμώσουν, ήταν αναμενόμενα εγκάρδιο και – ως είθισται σ’ αυτές τις περιπτώσεις– γεμάτο αναφορές στο παρελθόν.
-Κοίτα ρε φίλε που γίναμε νησιώτες και χαθήκαμε.

ΑΛΛΟΚΑΙΡΙΑ, Δάφνη Μ.

  


   Όπως κάθε μέρα, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, κίνησε για την απογευματινή του βόλτα. Την ίδια ώρα ακριβώς, στις τρεις παρά τέταρτο, έχοντας στόχο στις τέσσερις να έχει παραγγείλει τον απογευματινό καφέ του. Στο αγαπημένο του στέκι της προκυμαίας μπορούσε εκείνη την ώρα να βρει την ησυχία του και να καταγράψει τις μύχιες σκέψεις και παρατηρήσεις του από την εκάστοτε περιπατητική του εμπειρία. Δεν είχε σκοπό να ταξιδέψει ξανά, δεν ήθελε να πάει πουθενά αλλού. Ο μικρόκοσμός του ήταν ανεξάντλητος και αρκετός για να διεγείρει τη φαντασία του. Μέσα από τις ίδιες φαινομενικά εικόνες βίωνε διαφορετικά σύμπαντα. Του άρεσε να παρατηρεί τις ανεπαίσθητες αλλαγές του ίδιου τοπίου από μέρα σε μέρα, από εποχή σε εποχή. Η παρατηρητική του ικανότητα είχε αυξηθεί και μπορούσε πια να διακρίνει πως η φύση κάθε μέρα αλλάζει, τα χρώματα δεν είναι ποτέ ίδια και πόσο η αίσθηση του περιβάλλοντος εξαρτάται άμεσα από την προσωπική διάθεση.
   Βγήκε από το σπίτι, αφού τυλίχτηκε γερά με το παλτό του. Κοντοστάθηκε όμως, καθώς το κρύο περόνιαζε το είναι του και θαρρείς εισέβαλλε από παντού, μέχρι και από τις κουμπότρυπες του παλτού του. Αν και καθόλου δεν του άρεσε να βγαίνει από το πρόγραμμά του, έστω και για δύο λεπτά, γύρισε πίσω να πάρει το κασκόλ και το σκουφί του. Η εμμονή με το χρόνο και την αυστηρή τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων που έθετε, στοίχειωναν την ύπαρξή του.

ΣΤΗΝ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ, Ελένη Ρ.

Εδώ είναι η καρδιά της πόλης ξεχασμένη
ασφαλής στην ερημιά  της.
Εδώ είναι το μέρος που ένιωθες προστασία
της Δήμητρας, της μάνας Παναγίας
ή της μοναξιάς σου.

Το είδες στον ύπνο σου ή ήταν αλήθεια;
Έμενες εδώ, κοιμόσουν κρυφά στο βράχο στο εκκλησάκι,
σου κρατούσε ζεστασιά η παράξενη εικόνα.
Το πρωί ανέβαινες πάνω στον ήλιο και έπινες τον καφέ σου στο παγκάκι,
ήταν η αυλή σου και ήταν όνειρο η θέα.
Φύτευες λουλούδια και δεν χρειαζόσουν φαΐ.
Για μια στιγμή,
πριν σου ‘ρθει η τρέλα να βρεις ξανά ανθρώπους – ή σε βρήκαν αυτοί;
είπες πως θα μείνεις εδώ για πάντα, εδώ είναι το σπίτι σου.
Ξάπλωσες στο χώμα
και ήταν πιο τρυφερό και ζεστό από ποτέ.
Για μια στιγμή που κράτησε πολύ

πριν και μετά τον πόλεμο.

Η ΒΟΛΤΑ, Γιάννης Π.


 Υπάρχει ένας τρόπος να κοιτάξεις χωρίς να μιλήσεις και να μην περισσέψει τίποτα. Κι ακόμα ένας που διαχωρίζει το καθημερινό από τη συνήθεια. Αρκεί να στο επιτρέψει ο άλλος και σε αυτό, ας μην κρύβομαι, είμαι τυχερή· μου επιτρέπεται.
   Κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο. Ερμού, Σημαντήρη, ένας γύρος στο πάρκο του Αγίου Ευδόκιμου, Λεσβώνακτος, πάρκο του ΙΚΑ, ταβέρνες και πίσω.
   Η αγαπημένη μας διαδρομή όμως είναι αυτή της Κυριακής. Ένας μεγάλος κύκλος γύρω από το κάστρο. Σ’ εμένα αρέσει να περπατάω, σ’ αυτόν να κολυμπάει. Ποτέ δεν τα βρίσκουμε. Εκεί που περπατάμε, απροειδοποίητα, λες και το έχουμε συζητήσει χιλιάδες φορές, λες κι είναι αυτονόητο, φεύγει. Κατεβαίνει τα σκαλιά στ’ Απελί και ρίχνεται στη θάλασσα.